Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
δρυάς
δρύινος
δρυκολάπτης
δρῡμός
δρυογόνος
δρυοτομίᾱ
δρυοτομική
View word page
δροσο-βόλος
δροσοβόλοςονadjβάλλω of windsprecipitating dewPlu.

ShortDef

dewy

Debugging

Headword:
δροσοβόλος
Headword (normalized):
δροσοβόλος
Headword (normalized/stripped):
δροσοβολος
IDX:
9996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9997
Key:
δροσοβόλος

Data

{'headword_display': '<b>δροσο-βόλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δροσο<hyph/>βόλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of winds</Indic><Tr>precipitating dew</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δροσοβόλος'}