Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
δρυάς
δρύινος
δρυκολάπτης
δρῡμός
δρυογόνος
δρυοτομίᾱ
View word page
δροσίζομαι
δροσίζομαιmid.vb of a halcyonbedew oneselfw. seawaterAr.quot.E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δροσίζομαι
Headword (normalized):
δροσίζομαι
Headword (normalized/stripped):
δροσιζομαι
IDX:
9995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9996
Key:
δροσίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δροσίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δροσίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a halcyon</Indic><Tr>bedew oneself<Expl>w. seawater</Expl></Tr><Au>Ar.<LblR>quot.<Au>E.</Au></LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δροσίζομαι'}