Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δρίος
δρίφος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
δρυάς
δρύινος
δρυκολάπτης
δρῡμός
View word page
δρόπωσι
δρόπωσι
Aeol.3pl.aor.2 subj.
see
δρέπω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δρόπωσι
Headword (normalized):
δρόπωσι
Headword (normalized/stripped):
δροπωσι
IDX:
9993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9994
Key:
δρόπωσι
Data
{'headword_display': '<b>δρόπωσι</b>', 'content': '<XE><RefFm>δρόπωσι<LblR>Aeol.3pl.aor.2 subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δρόπωσι'}