Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρῑμύς
δρῑμύτης
δρίος
δρίφος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
δρυάς
δρύινος
View word page
δρομο-κῆρυξ
δρομοκῆρυξor-κήρῡξῡκοςm one who runs with a messagecourierAeschin.

ShortDef

a runner, postman

Debugging

Headword:
δρομοκῆρυξ
Headword (normalized):
δρομοκῆρυξ
Headword (normalized/stripped):
δρομοκηρυξ
IDX:
9991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9992
Key:
δρομοκῆρυξ

Data

{'headword_display': '<b>δρομο-κῆρυξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δρομο<hyph/>κῆρυξ<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>-κήρῡξ</FmHL></VL></HL><Infl>ῡκος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who runs with a message</Def><Tr>courier</Tr><Au>Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δρομοκῆρυξ'}