Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρηστοσύνη
δρῑμύλος
δρῑμύς
δρῑμύτης
δρίος
δρίφος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
View word page
δρόμημα
δρόμημαnseeδράμημα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρόμημα
Headword (normalized):
δρόμημα
Headword (normalized/stripped):
δρομημα
IDX:
9989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9990
Key:
δρόμημα

Data

{'headword_display': '<b>δρόμημα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δρόμημα</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>δράμημα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δρόμημα'}