Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρῆστις
δρηστοσύνη
δρῑμύλος
δρῑμύς
δρῑμύτης
δρίος
δρίφος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
View word page
δρομεύς
δρομεύςέωςm runnerin a raceE. Ar. Isoc. Pl.

ShortDef

a runner

Debugging

Headword:
δρομεύς
Headword (normalized):
δρομεύς
Headword (normalized/stripped):
δρομευς
IDX:
9988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9989
Key:
δρομεύς

Data

{'headword_display': '<b>δρομεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δρομεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>runner<Expl>in a race</Expl></Tr><Au>E. Ar. Isoc. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'δρομεύς'}