Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δρῑμύλος
δρῑμύς
δρῑμύτης
δρίος
δρίφος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
δροσίζομαι
View word page
δροίτη
δροίτηης
dial.δροίτᾱᾱς
f
bath-tubA. prob. w. play on sense 1coffinA.

ShortDef

a bath

Debugging

Headword:
δροίτη
Headword (normalized):
δροίτη
Headword (normalized/stripped):
δροιτη
IDX:
9985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9986
Key:
δροίτη

Data

{'headword_display': '<b>δροίτη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δροίτη</HL><Infl>ης</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>δροίτᾱ</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱς</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bath-tub</Tr><Au>A.</Au></nS1> <nS1><Indic>prob. w. play on sense 1</Indic><Tr>coffin</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δροίτη'}