Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δρῑμύλος
δρῑμύς
δρῑμύτης
δρίος
δρίφος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
View word page
δρίφος
δρίφοςdial.mseeδίφρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρίφος
Headword (normalized):
δρίφος
Headword (normalized/stripped):
δριφος
IDX:
9984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9985
Key:
δρίφος

Data

{'headword_display': '<b>δρίφος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δρίφος</HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>δίφρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δρίφος'}