Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δρῑμύλος
δρῑμύς
δρῑμύτης
δρίος
δρίφος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομεύς
δρόμημα
View word page
δρηστοσύνη
δρηστοσύνηηςIon.freltd.δρηστήρ menial service, household workOd.

ShortDef

service

Debugging

Headword:
δρηστοσύνη
Headword (normalized):
δρηστοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δρηστοσυνη
IDX:
9979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9980
Key:
δρηστοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>δρηστοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δρηστοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety>reltd.<Ref>δρηστήρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>menial service, household work</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δρηστοσύνη'}