Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δρῑμύλος
δρῑμύς
δρῑμύτης
δρίος
δρίφος
δροίτη
View word page
δρησμοσύνη
δρησμοσύνηηςIon.fδράω performancew.gen.of sacred riteshHom.

ShortDef

care of holy rites; running away

Debugging

Headword:
δρησμοσύνη
Headword (normalized):
δρησμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δρησμοσυνη
IDX:
9975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9976
Key:
δρησμοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>δρησμοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δρησμοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>δράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>performance<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sacred rites</Expl></Tr><Au>hHom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δρησμοσύνη'}