Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δρῑμύλος
δρῑμύς
δρῑμύτης
View word page
δρέπτω
δρέπτωvbreltd.δρέπωep.impf.
δρέπτον
pluck, pickflowersMosch.

ShortDef

to pluck

Debugging

Headword:
δρέπτω
Headword (normalized):
δρέπτω
Headword (normalized/stripped):
δρεπτω
IDX:
9972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9973
Key:
δρέπτω

Data

{'headword_display': '<b>δρέπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δρέπτω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>δρέπω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.impf.</Lbl><Form>δρέπτον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>pluck, pick</Tr><Obj>flowers<Au>Mosch.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'δρέπτω'}