Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δρῑμύλος
δρῑμύς
View word page
δρεπανουργός
δρεπανουργόςοῦmἔργον maker of scythessicklesAr.

ShortDef

a sword-maker, armourer

Debugging

Headword:
δρεπανουργός
Headword (normalized):
δρεπανουργός
Headword (normalized/stripped):
δρεπανουργος
IDX:
9971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9972
Key:
δρεπανουργός

Data

{'headword_display': '<b>δρεπανουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δρεπανουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>maker of scythes<or/>sickles</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δρεπανουργός'}