Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρᾱστήριος
δρᾱ́στης
δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
View word page
δρεπανο-ειδής
δρεπανοειδήςέςadjδρέπανονεἶδος1 of a coastlinelike a sicklein shapeTh.

ShortDef

sickle-shaped

Debugging

Headword:
δρεπανοειδής
Headword (normalized):
δρεπανοειδής
Headword (normalized/stripped):
δρεπανοειδης
IDX:
9969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9970
Key:
δρεπανοειδής

Data

{'headword_display': '<b>δρεπανο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δρεπανο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δρέπανον</Ref><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a coastline</Indic><Tr>like a sickle<Expl>in shape</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δρεπανοειδής'}