Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δράσσομαι
δραστέος
δρᾱστήριος
δρᾱ́στης
δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρήστης
View word page
δρεπάνη
δρεπάνηηςfδρέπω reaping-hooksicklefor harvesting grapes or cornIl. Hes. Plu.

ShortDef

a sickle, reaping-hook

Debugging

Headword:
δρεπάνη
Headword (normalized):
δρεπάνη
Headword (normalized/stripped):
δρεπανη
IDX:
9967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9968
Key:
δρεπάνη

Data

{'headword_display': '<b>δρεπάνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δρεπάνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δρέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>reaping-hook</Def><Tr>sickle<Expl>for harvesting grapes or corn</Expl></Tr><Au>Il. Hes. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δρεπάνη'}