Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρασκάζω
δρᾱσμός
δράσσομαι
δραστέος
δρᾱστήριος
δρᾱ́στης
δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρηπέτης
δρησμοσύνη
View word page
δραχμιαῖος
δραχμιαῖοςᾱ ονadj of thingsworthcosting a drachmaPl. Arist.

ShortDef

worth a drachma, to the amount of a drachma

Debugging

Headword:
δραχμιαῖος
Headword (normalized):
δραχμιαῖος
Headword (normalized/stripped):
δραχμιαιος
IDX:
9965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9966
Key:
δραχμιαῖος

Data

{'headword_display': '<b>δραχμιαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δραχμιαῖος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>worth<or/>costing a drachma</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δραχμιαῖος'}