Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρᾱ́σιμος
δρασκάζω
δρᾱσμός
δράσσομαι
δραστέος
δρᾱστήριος
δρᾱ́στης
δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρηπέτης
View word page
δραχμή
δραχμήῆςfperh.δράσσομαι app.handfulof obolsdrachmasilver coin worth six obolsHdt.

ShortDef

a handful; a drachma

Debugging

Headword:
δραχμή
Headword (normalized):
δραχμή
Headword (normalized/stripped):
δραχμη
IDX:
9964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9965
Key:
δραχμή

Data

{'headword_display': '<b>δραχμή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δραχμή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety>perh.<Ref>δράσσομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Def>handful<Expl>of obols</Expl></Def><nS2><Tr>drachma<Expl>silver coin worth six obols</Expl></Tr><Au>Hdt.<NBPlus/></Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'δραχμή'}