Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρᾱσείω
δρᾱ́σιμος
δρασκάζω
δρᾱσμός
δράσσομαι
δραστέος
δρᾱστήριος
δρᾱ́στης
δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
View word page
δράττομαι
δράττομαιAtt.mid.vbseeδράσσομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δράττομαι
Headword (normalized):
δράττομαι
Headword (normalized/stripped):
δραττομαι
IDX:
9963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9964
Key:
δράττομαι

Data

{'headword_display': '<b>δράττομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δράττομαι</HL><PS>Att.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>δράσσομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δράττομαι'}