Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρᾱπετικός
δραπών
δρᾱσείω
δρᾱ́σιμος
δρασκάζω
δρᾱσμός
δράσσομαι
δραστέος
δρᾱστήριος
δρᾱ́στης
δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
View word page
δρᾱστικός
δρᾱστικόςή όνadjof personsactive, energeticPlu.of postures in a war-danceactive, offensiveopp. defensivePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρᾱστικός
Headword (normalized):
δρᾱστικός
Headword (normalized/stripped):
δραστικος
IDX:
9961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9962
Key:
δρᾱστικός

Data

{'headword_display': '<b>δρᾱστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δρᾱστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>active, energetic</Tr><Au>Plu.</Au></aS1><aS1><Indic>of postures in a war-dance</Indic><Tr>active, offensive<Expl>opp. defensive</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δρᾱστικός'}