Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδαίετος
ἄδαιτος
ἄδακρυς
ἀδάκρῡτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδαμαντοπέδῑλος
ἀδάμᾱς
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἄδαμος
ἄδᾱν
ἀδαξάομαι
ἀδάπανος
ἄδαστος
ᾱ̔́δε
ᾱ̔δέα
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄρσῃ
View word page
ἄ-δαμος
ἄ-δαμοςονadjof the young Dionysusuntamed, wildIon

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄδαμος
Headword (normalized):
ἄδαμος
Headword (normalized/stripped):
αδαμος
IDX:
995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-996
Key:
ἄδαμος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-δαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-δαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the young Dionysus</Indic><Tr>untamed, wild</Tr><Au>Ion</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄδαμος'}