Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρᾱματοποιέω
δραμεῖν
δράμημα
δρᾱπετεύω
δρᾱπέτης
δρᾱπετίδᾱς
δρᾱπετικός
δραπών
δρᾱσείω
δρᾱ́σιμος
δρασκάζω
δρᾱσμός
δράσσομαι
δραστέος
δρᾱστήριος
δρᾱ́στης
δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
δραχμιαῖος
View word page
δρασκάζω
δρασκάζωvbreltd.δραμεῖν run away, fleeto avoid prosecutionLys.law

ShortDef

attempt an escape

Debugging

Headword:
δρασκάζω
Headword (normalized):
δρασκάζω
Headword (normalized/stripped):
δρασκαζω
IDX:
9955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9956
Key:
δρασκάζω

Data

{'headword_display': '<b>δρασκάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δρασκάζω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>δραμεῖν</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>run away, flee<Expl>to avoid prosecution</Expl></Tr><Au>Lys.<LblR>law</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δρασκάζω'}