Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρᾱμάτιον
δρᾱματοποιέω
δραμεῖν
δράμημα
δρᾱπετεύω
δρᾱπέτης
δρᾱπετίδᾱς
δρᾱπετικός
δραπών
δρᾱσείω
δρᾱ́σιμος
δρασκάζω
δρᾱσμός
δράσσομαι
δραστέος
δρᾱστήριος
δρᾱ́στης
δρᾱστικός
δρατός
δράττομαι
δραχμή
View word page
δρᾱ́σιμος
δρᾱ́σιμοςη ονadjδράω neut.sb.what can be doneA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρᾱ́σιμος
Headword (normalized):
δρᾱ́σιμος
Headword (normalized/stripped):
δρασιμος
IDX:
9954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9955
Key:
δρᾱ́σιμος

Data

{'headword_display': '<b>δρᾱ́σιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δρᾱ́σιμος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δράω</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>what can be done</Def><Au>A.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δρᾱ́σιμος'}