Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρακεῖν
δρακονθόμῑλος
δρακόντειος
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δρακών
δράκων
δρᾶμα
δρᾱματικός
δρᾱμάτιον
δρᾱματοποιέω
δραμεῖν
δράμημα
δρᾱπετεύω
δρᾱπέτης
δρᾱπετίδᾱς
δρᾱπετικός
δραπών
δρᾱσείω
δρᾱ́σιμος
δρασκάζω
View word page
δρᾱματοποιέω
δρᾱματοποιέωcontr.vb of Homerdramatisehumorous materialArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρᾱματοποιέω
Headword (normalized):
δρᾱματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
δραματοποιεω
IDX:
9945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9946
Key:
δρᾱματοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>δρᾱματοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δρᾱματοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of Homer</Indic><Tr>dramatise</Tr><Obj>humorous material<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'δρᾱματοποιέω'}