Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοχμός
δράγματα
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακεῖν
δρακονθόμῑλος
δρακόντειος
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δρακών
δράκων
δρᾶμα
δρᾱματικός
δρᾱμάτιον
δρᾱματοποιέω
δραμεῖν
δράμημα
δρᾱπετεύω
δρᾱπέτης
View word page
δρακοντώδης
δρακοντώδηςεςadj of ErinyessnakyE.

ShortDef

snake-like

Debugging

Headword:
δρακοντώδης
Headword (normalized):
δρακοντώδης
Headword (normalized/stripped):
δρακοντωδης
IDX:
9939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9940
Key:
δρακοντώδης

Data

{'headword_display': '<b>δρακοντώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δρακοντώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>snaky</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δρακοντώδης'}