Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγματα
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακεῖν
δρακονθόμῑλος
δρακόντειος
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δρακών
δράκων
δρᾶμα
δρᾱματικός
δρᾱμάτιον
δρᾱματοποιέω
δραμεῖν
δράμημα
View word page
δρακόντειος
δρακόντειοςᾱ ονadjof cliffsof a dragonwhere a dragon livesE.

ShortDef

of a dragon

Debugging

Headword:
δρακόντειος
Headword (normalized):
δρακόντειος
Headword (normalized/stripped):
δρακοντειος
IDX:
9937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9938
Key:
δρακόντειος

Data

{'headword_display': '<b>δρακόντειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δρακόντειος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of cliffs</Indic><Def>of a dragon</Def><Tr>where a dragon lives</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δρακόντειος'}