Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουροδόκη
δούς
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγματα
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακεῖν
δρακονθόμῑλος
δρακόντειος
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δρακών
δράκων
δρᾶμα
View word page
δραγμός
δραγμόςοῦm grasping, gropingw.gen.of a woman's breastsE.Cyc.

ShortDef

a grasping

Debugging

Headword:
δραγμός
Headword (normalized):
δραγμός
Headword (normalized/stripped):
δραγμος
IDX:
9932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9933
Key:
δραγμός

Data

{'headword_display': '<b>δραγμός</b>', 'content': "<NE><HG><HL>δραγμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>grasping, groping<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a woman's breasts</Expl></Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></nS1></NE>", 'key': 'δραγμός'}