Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
δούς
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγματα
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακεῖν
δρακονθόμῑλος
δρακόντειος
View word page
δοχμό-λοφος
δοχμόλοφοςονadjλόφος of warriorswith helmet-crest aslanti.e. either placed transversely, opp. facing fr. back to front, or swinging at an angleA.

ShortDef

with slanting, nodding plume

Debugging

Headword:
δοχμόλοφος
Headword (normalized):
δοχμόλοφος
Headword (normalized/stripped):
δοχμολοφος
IDX:
9927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9928
Key:
δοχμόλοφος

Data

{'headword_display': '<b>δοχμό-λοφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δοχμό<hyph/>λοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λόφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of warriors</Indic><Tr>with helmet-crest aslant<Expl>i.e. either placed transversely, opp. facing fr. back to front, or swinging at an angle</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δοχμόλοφος'}