Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
δούς
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγματα
δραγμεύω
δραγμός
View word page
δουρο-δόκη
δουρο-δόκηηςIon.fδέχομαι domestic stand or receptacle for holding spearsspear-holderOd.

ShortDef

a case

Debugging

Headword:
δουροδόκη
Headword (normalized):
δουροδόκη
Headword (normalized/stripped):
δουροδοκη
IDX:
9922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9923
Key:
δουροδόκη

Data

{'headword_display': '<b>δουρο-δόκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δουρο-δόκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>domestic stand or receptacle for holding spears</Def><Tr>spear-holder</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δουροδόκη'}