Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
δούς
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγματα
δραγμεύω
View word page
δουρί-πληκτος
δουρίπληκτοςονIon.adjπλήσσω of spoilsstruck by the speargained by the spear-strokeA.

ShortDef

smitten by the spear; LSJ supp.

Debugging

Headword:
δουρίπληκτος
Headword (normalized):
δουρίπληκτος
Headword (normalized/stripped):
δουριπληκτος
IDX:
9921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9922
Key:
δουρίπληκτος

Data

{'headword_display': '<b>δουρί-πληκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δουρί<hyph/>πληκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>πλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of spoils</Indic><Def>struck by the spear</Def><Tr>gained by the spear-stroke</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δουρίπληκτος'}