Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
δούς
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
View word page
δουρίκτητος
δουρίκτητοςδουρίληπτοςIon.adjsseeδορίκτητοςδορίληπτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουρίκτητος
Headword (normalized):
δουρίκτητος
Headword (normalized/stripped):
δουρικτητος
IDX:
9919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9920
Key:
δουρίκτητος

Data

{'headword_display': '<b>δουρίκτητος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δουρίκτητος</HL><VL><FmHL>δουρίληπτος</FmHL></VL><PS>Ion.adjs</PS></HG><XR>see<Ref>δορίκτητος</Ref><Ref>δορίληπτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δουρίκτητος'}