Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
δούς
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
View word page
δουρι-κμής
δουρικμήςῆτοςIon.masc.fem.adjκάμνω of troopsslain by the spearA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουρικμής
Headword (normalized):
δουρικμής
Headword (normalized/stripped):
δουρικμης
IDX:
9918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9919
Key:
δουρικμής

Data

{'headword_display': '<b>δουρι-κμής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δουρι<hyph/>κμής</HL><Infl>ῆτος</Infl><PS>Ion.masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>κάμνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troops</Indic><Tr>slain by the spear</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δουρικμής'}