Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
δούς
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
View word page
δουρι-κλυτός
δουρικλυτόςόνIon.adj of warriorsrenowned with the spearHom. Archil. A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουρικλυτός
Headword (normalized):
δουρικλυτός
Headword (normalized/stripped):
δουρικλυτος
IDX:
9917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9918
Key:
δουρικλυτός

Data

{'headword_display': '<b>δουρι-κλυτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δουρι<hyph/>κλυτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>Ion.adj</PS> </HG><aS1><Indic>of warriors</Indic><Tr>renowned with the spear</Tr><Au>Hom. Archil. A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δουρικλυτός'}