Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
δούς
δοχή
δοχμή
δόχμιος
View word page
δουρι-κλειτός
δουρικλειτόςόνIon.adj of warriorsrenowned with the spearHom. Hes.fr.

ShortDef

famed for the spear

Debugging

Headword:
δουρικλειτός
Headword (normalized):
δουρικλειτός
Headword (normalized/stripped):
δουρικλειτος
IDX:
9916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9917
Key:
δουρικλειτός

Data

{'headword_display': '<b>δουρι-κλειτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δουρι<hyph/>κλειτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of warriors</Indic><Tr>renowned with the spear</Tr><Au>Hom. Hes.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'δουρικλειτός'}