Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
δούς
δοχή
View word page
δουρ-ηνεκές
δουρηνεκέςIon.neut.advreltd.ἐνεγκεῖν, seeφέρωas far as a spear carriesin flightby a spear-throwref. to being distant fr. someoneIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουρηνεκές
Headword (normalized):
δουρηνεκές
Headword (normalized/stripped):
δουρηνεκες
IDX:
9914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9915
Key:
δουρηνεκές

Data

{'headword_display': '<b>δουρ-ηνεκές</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>δουρ<hyph/>ηνεκές</HL><PS>Ion.neut.adv</PS><Ety>reltd.<Ref>ἐνεγκεῖν</Ref>, see<Ref>φέρω</Ref></Ety></vHG><advS1><Def>as far as a spear carries<Expl>in flight</Expl></Def><Tr>by a spear-throw</Tr><ModVb>ref. to being distant fr. someone<Au>Il.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'δουρηνεκές'}