Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
δουροδόκη
View word page
δούρατος
δούρατος
Ion.gen.sg.
see
δόρυ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δούρατος
Headword (normalized):
δούρατος
Headword (normalized/stripped):
δουρατος
IDX:
9912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9913
Key:
δούρατος
Data
{'headword_display': '<b>δούρατος</b>', 'content': '<XE><RefFm>δούρατος<LblR>Ion.gen.sg.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δόρυ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δούρατος'}