Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
δουρίκτητος
δούριος
δουρίπληκτος
View word page
δουράτεος
δουράτεοςη ονIon.adjδόρυof the Trojan Horse, meat-skewers, towersmade of woodwoodenOd. hHom. AR.

ShortDef

of planks

Debugging

Headword:
δουράτεος
Headword (normalized):
δουράτεος
Headword (normalized/stripped):
δουρατεος
IDX:
9911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9912
Key:
δουράτεος

Data

{'headword_display': '<b>δουράτεος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δουράτεος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>δόρυ</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of the Trojan Horse, meat-skewers, towers</Indic><Def>made of wood</Def><Tr>wooden</Tr><Au>Od. hHom. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δουράτεος'}