Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
δουρικλυτός
δουρικμής
View word page
δοῦντος
δοῦντος
masc.gen.sg.pres.ptcpl.
see
δέω
1
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δοῦντος
Headword (normalized):
δοῦντος
Headword (normalized/stripped):
δουντος
IDX:
9908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9909
Key:
δοῦντος
Data
{'headword_display': '<b>δοῦντος</b>', 'content': '<XE><RefFm>δοῦντος<LblR>masc.gen.sg.pres.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δοῦντος'}