Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
δουριάλωτος
δουρικλειτός
View word page
δούλωσις
δούλωσιςεωςf enslavementof persons, a countryTh. Plu.subjection, dominationof children, ref. to a way of bringing them upPl.

ShortDef

enslaving, subjugation

Debugging

Headword:
δούλωσις
Headword (normalized):
δούλωσις
Headword (normalized/stripped):
δουλωσις
IDX:
9906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9907
Key:
δούλωσις

Data

{'headword_display': '<b>δούλωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δούλωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>enslavement<Expl>of persons, a country</Expl></Tr><Au>Th. Plu.</Au></nS1><nS1><Tr>subjection, domination<Expl>of children, ref. to a way of bringing them up</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δούλωσις'}