Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
δουρηνεκές
View word page
δουλόσυνος
δουλόσυνοςονadj of a personenslavedw.dat.to someoneE.

ShortDef

enslaved

Debugging

Headword:
δουλόσυνος
Headword (normalized):
δουλόσυνος
Headword (normalized/stripped):
δουλοσυνος
IDX:
9904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9905
Key:
δουλόσυνος

Data

{'headword_display': '<b>δουλόσυνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δουλόσυνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>enslaved<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δουλόσυνος'}