Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δούλευμα
δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
δουράτεος
δούρατος
δούρειος
View word page
δουλοσύνη
δουλοσύνηης
dial.δουλοσύνᾱᾱς
f
condition of being enslavedslavery, enslavementOd. Eleg. Lyr. A. Hdt. E.

ShortDef

slavery, slavish work

Debugging

Headword:
δουλοσύνη
Headword (normalized):
δουλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δουλοσυνη
IDX:
9903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9904
Key:
δουλοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>δουλοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δουλοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>δουλοσύνᾱ</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱς</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>condition of being enslaved</Def><Tr>slavery, enslavement</Tr><Au>Od. Eleg. Lyr. A. Hdt. E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δουλοσύνη'}