Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουλάριον
δουλείᾱ
δούλειος
δούλευμα
δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
δοῦπος
View word page
δουλοπρέπεια
δουλοπρέπειαᾱςfδουλοπρεπής slave-like behaviourPl.

ShortDef

a slavish spirit

Debugging

Headword:
δουλοπρέπεια
Headword (normalized):
δουλοπρέπεια
Headword (normalized/stripped):
δουλοπρεπεια
IDX:
9900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9901
Key:
δουλοπρέπεια

Data

{'headword_display': '<b>δουλοπρέπεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δουλοπρέπεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δουλοπρεπής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>slave-like behaviour</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δουλοπρέπεια'}