Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δουλαπατίᾱ
δουλάριον
δουλείᾱ
δούλειος
δούλευμα
δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δοῦναι
δοῦντος
δουπέω
View word page
δουλιχό-δειρος
δουλιχόδειροςονep.Ion.adjδολιχόςδέρη of swanslong-neckedIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουλιχόδειρος
Headword (normalized):
δουλιχόδειρος
Headword (normalized/stripped):
δουλιχοδειρος
IDX:
9899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9900
Key:
δουλιχόδειρος

Data

{'headword_display': '<b>δουλιχό-δειρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δουλιχό<hyph/>δειρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.Ion.adj</PS><Ety><Ref>δολιχός</Ref><Ref>δέρη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of swans</Indic><Tr>long-necked</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δουλιχόδειρος'}