Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δουλαπατίᾱ
δουλάριον
δουλείᾱ
δούλειος
δούλευμα
δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
View word page
δουλίᾱ
δουλίᾱfδουλίηIon.fseeδουλείᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουλίᾱ
Headword (normalized):
δουλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δουλια
IDX:
9896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9897
Key:
δουλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δουλίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δουλίᾱ</HL><PS>f</PS></HG><HG><HL>δουλίη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><XR>see<Ref>δουλείᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δουλίᾱ'}