Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόσκον
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δουλαπατίᾱ
δουλάριον
δουλείᾱ
δούλειος
δούλευμα
δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
View word page
δούλη
δούληfδουληίηIon.fδουλήιοςIon.adjseeδοῦλοςδουλείᾱδούλειος

ShortDef

slave

Debugging

Headword:
δούλη
Headword (normalized):
δούλη
Headword (normalized/stripped):
δουλη
IDX:
9895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9896
Key:
δούλη

Data

{'headword_display': '<b>δούλη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δούλη</HL><PS>f</PS></HG><HG><HL>δουληίη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><HG><HL>δουλήιος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>δοῦλος</Ref><Ref>δουλείᾱ</Ref><Ref>δούλειος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δούλη'}