Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορυφορίᾱ
δορυφορικός
δορυφόρος
δός
δόσις
δόσκον
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δουλαπατίᾱ
δουλάριον
δουλείᾱ
δούλειος
δούλευμα
δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
δουλοπρέπεια
View word page
δουλάριον
δουλάριονουndimin.δούλη slave-girlAr.

ShortDef

slave girl

Debugging

Headword:
δουλάριον
Headword (normalized):
δουλάριον
Headword (normalized/stripped):
δουλαριον
IDX:
9890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9891
Key:
δουλάριον

Data

{'headword_display': '<b>δουλάριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δουλάριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>δούλη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>slave-girl</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δουλάριον'}