Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορυφόρημα
δορυφορίᾱ
δορυφορικός
δορυφόρος
δός
δόσις
δόσκον
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δουλαπατίᾱ
δουλάριον
δουλείᾱ
δούλειος
δούλευμα
δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
δουλιχόδειρος
View word page
δουλαπατίᾱ
δουλαπατίᾱᾱςfδοῦλοςἀπάτη enticement of slavesaway fr. their mastersArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δουλαπατίᾱ
Headword (normalized):
δουλαπατίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δουλαπατια
IDX:
9889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9890
Key:
δουλαπατίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δουλαπατίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δουλαπατίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δοῦλος</Ref><Ref>ἀπάτη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>enticement of slaves<Expl>away fr. their masters</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δουλαπατίᾱ'}