Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορίᾱ
δορυφορικός
δορυφόρος
δός
δόσις
δόσκον
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δουλαπατίᾱ
δουλάριον
δουλείᾱ
δούλειος
δούλευμα
δουλεύω
δούλη
δουλίᾱ
δουλικός
δούλιος
View word page
δοτικός
δοτικόςή όνadjof personsinclined to givegenerousArist.

ShortDef

inclined to give, giving freely

Debugging

Headword:
δοτικός
Headword (normalized):
δοτικός
Headword (normalized/stripped):
δοτικος
IDX:
9888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9889
Key:
δοτικός

Data

{'headword_display': '<b>δοτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δοτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Def>inclined to give</Def><Tr>generous</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δοτικός'}