Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόος
δορυτίνακτος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορίᾱ
δορυφορικός
δορυφόρος
δός
δόσις
δόσκον
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δουλαπατίᾱ
δουλάριον
δουλείᾱ
δούλειος
δούλευμα
View word page
δός
δός
athem.aor.imperatv.
see
δίδωμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δός
Headword (normalized):
δός
Headword (normalized/stripped):
δος
IDX:
9883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9884
Key:
δός
Data
{'headword_display': '<b>δός</b>', 'content': '<XE><RefFm>δός<LblR>athem.aor.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δίδωμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δός'}