Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
δορυδρέπανον
δορύκνιον
δορύκρᾱνος
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόος
δορυτίνακτος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορίᾱ
δορυφορικός
δορυφόρος
δός
δόσις
View word page
δορυπαγής
δορυπαγήςδορύπαλτοςadjsseeδοριπαγής, δορίπαλτος

ShortDef

compact of beams

Debugging

Headword:
δορυπαγής
Headword (normalized):
δορυπαγής
Headword (normalized/stripped):
δορυπαγης
IDX:
9874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9875
Key:
δορυπαγής

Data

{'headword_display': '<b>δορυπαγής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δορυπαγής</HL><VL><FmHL>δορύπαλτος</FmHL></VL><PS>adjs</PS></HG><XR>see<Ref>δοριπαγής</Ref>, <Ref>δορίπαλτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δορυπαγής'}