Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
δορυδρέπανον
δορύκνιον
δορύκρᾱνος
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόος
δορυτίνακτος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορίᾱ
δορυφορικός
View word page
δορύκρᾱνος
δορύκρᾱνοςadjseeδορίκρᾱνος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δορύκρᾱνος
Headword (normalized):
δορύκρᾱνος
Headword (normalized/stripped):
δορυκρανος
IDX:
9871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9872
Key:
δορύκρᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>δορύκρᾱνος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δορύκρᾱνος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>δορίκρᾱνος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δορύκρᾱνος'}