Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
δορυδρέπανον
δορύκνιον
δορύκρᾱνος
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόος
δορυτίνακτος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορίᾱ
View word page
δορύκνιον
δορύκνιονουn a kind of poisonous plantPlu.

ShortDef

Convolvulus oleaefolius

Debugging

Headword:
δορύκνιον
Headword (normalized):
δορύκνιον
Headword (normalized/stripped):
δορυκνιον
IDX:
9870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9871
Key:
δορύκνιον

Data

{'headword_display': '<b>δορύκνιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δορύκνιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>a kind of poisonous plant</Def><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δορύκνιον'}